ποδαγρικός

ποδαγρικός
η , ό[ν] мед. подагрический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ποδαγρικός" в других словарях:

  • ποδαγρικός — gouty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικός — ή, όν, ΜΑ [ποδάγρα] 1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.) 2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία τής ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ …   Dictionary of Greek

  • ποδαγρικά — ποδαγρικός gouty neut nom/voc/acc pl ποδαγρικά̱ , ποδαγρικός gouty fem nom/voc/acc dual ποδαγρικά̱ , ποδαγρικός gouty fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικῶν — ποδαγρικός gouty fem gen pl ποδαγρικός gouty masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικόν — ποδαγρικός gouty masc acc sg ποδαγρικός gouty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρόν — ποδαγρικός gouty masc/fem acc sg ποδαγρικός gouty neut nom/voc/acc sg ποδαγρός masc/fem acc sg ποδαγρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικαῖς — ποδαγρικός gouty fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικαί — ποδαγρικός gouty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικοῖς — ποδαγρικός gouty masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικοῖσι — ποδαγρικός gouty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικοῖσιν — ποδαγρικός gouty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»